ἐχωρήθη

ἐχωρήθη
χωρέω
to be fond of dwelling in
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχώρετος — η, ο (AM ἀχώρητος, ον) [χωρώ] 1. εκείνος που δεν χωράει κάπου («κόσμος πολύς αχώρετος») ή δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά, άπειρος («ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;» για την ενσάρκωση του Χριστού) 2. αυτός τον οποίο δεν χωράει ανθρώπινος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”